ἀνεπιθύμητοι

ἀνεπιθύμητοι
ἀνεπιθύ̱μητοι , ἀνεπιθύμητος
without desire
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκκαθάριση — η 1. ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ. όσων θεωρούνται ανίκανοι ή ανεπιθύμητοι 2. τελειωτικός καθορισμός («εκκαθάριση εξόδων») 3. (για λογαριασμό) ο καθορισμός τού χρεωστικού ή πιστωτικού υπολοίπου προσωπικού λογαριασμού 4. το… …   Dictionary of Greek

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • Τσιγγάνοι — Πληθυσμός αρχαίας καταγωγής, που ζει ακόμα και σήμερα κατά νομαδικό τρόπο στην κεντρική και μεσογειακή Ευρώπη. Εμφανίστηκαν στην πεδιάδα του Δούναβη κατά τον 10o αι. και η προέλευσή τους είναι αντικείμενο πολλών απόψεων. Αν και δεν αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”